- άλοχος
- (I)ἄλοχος, η (Α)(λέξη ποιητική)1. σύντροφος στο κρεβάτι, σύζυγος, γυναίκα2. μαιτρέσα, παλλακίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- αθροιστ. + λόχος «μέρος όπου πλαγιάζει κανείς, πλάγιασμα». Αρχική σημ. του ἄλοχος «αυτός που μοιράζεται το ίδιο κρεβάτι»].————————(II)ἄλοχος, η (AM)ανύπανδρη, άγαμη κόρη, παρθένα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + λόχος «μέρος όπου πλαγιάζει κανείς, πλάγιασμα»].
Dictionary of Greek. 2013.